Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2011

O ΓΑΜΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΑΚΗ ΜΕ ΤΗΝ ΓΙΑΣΕΡ

Μια φορά και έναν καιρό, σε μια πόλη της Παλαιστίνης  ζούσαν τρία αδελφάκια. Ήταν τρία πάρα πολύ όμορφα κοριτσάκια, η Αϊσέ, η Φατμέ και η Γιασέρ. Τα τρία αδελφάκια  ήταν πολύ αγαπημένα και παρόλο που ήταν πολύ φτωχά λόγο της ορφάνιας τους, ήταν όλο χαρά. Έπαιζαν γελούσαν τραγουδούσαν όλη μέρα και η μητέρα τους τα καμάρωνε σαν τα έβλεπε χαρούμενα.

Τα κοριτσάκια, επειδή η μητέρα τους δεν είχε χρήματα να τους αγοράσει παιχνίδια, τα  έφτιαχναν με τα χεράκια τους  μόνα τους.  Έκοβαν κομμάτια  από παλιά υφάσματα που έβρισκαν και έφτιαχναν πάνινες κούκλες που τις γέμιζαν με άχυρα. Έφτιαχναν και με τα ξύλα που μάζευαν διάφορα άλλα παιχνίδια.  Ακόμα και τα πλαστικά τα εκαναν παιχνίδια, ότι υλικό εύρισκαν το αξιοποιούσαν.  Τα έφτιαχναν τόσο ωραία που τα παιδιά της γειτονιάς, τους ζητούσαν να τους φτιάξουν   και για κείνα.

Σιγά σιγά άρχισαν να μεγαλώνουν τα κορίτσια, όμως συνέχισαν να φτιάχνουν παιχνίδια και πάνινες κουκλίτσες και μάλιστα τις έκαναν τέλειες. Άρχισαν να τους δίνουν και  παραγγελίες. Όλο και περισσότερα παιδάκια ζητούσαν αυτές τις καταπληκτικές κούκλες. Η μάνα τους σταμάτησε από την ξένη δουλειά, αφού τα κορίτσια έβγαζαν χρήματα αρκετά για να ζήσει όλη η οικογένεια.  Αγόρασαν μάλιστα και μηχανές ραψίματος, μιας και οι παραγγελίες είχαν γίνει πια τόσες πολλές. Η φήμη των κοριτσιών έφτασε γρήγορα και πέρα από την Παλαιστίνη. Τώρα πια άρχισαν  τις παραγγελίες και οι έμποροι  παιχνιδιών.

Το όνομα τους  έφτασε και στου Άγιου  Βασίλη τα αυτιά. Τότε  τις επισκέφτηκε και ζήτησε να φτιάχνουν και για εκείνον παιχνίδια, μιας και τα παιδιά του ζητούσαν στα γράμματα τους τόσο ωραία παιχνίδια  όπως αυτά των κοριτσιών. Τα κορίτσια με προθυμία καθιέρωσαν κάθε χρόνο να του φτιάχνουν παιχνίδια.  Τα έδιναν μάλιστα δωρεάν στον Άγιο Βασίλη αφού τα μοίραζε και στα φτωχά παιδιά. Ο Άγιος Βασίλης είχε δείξει αδυναμία στην Γιασέρ και κάθε χρόνο που ερχόταν της  έλεγε, όταν μεγαλώσεις θα σε παντρέψω με τον γιό μου το Άγιο Βασιλάκη

Το Άγιο  Βασιλάκη ήταν ακόμα μικρό τότε, όμως να που πέρασε ο καιρός και έγινε ολόκληρος νέος. Ήταν όμορφος και καλόκαρδος. Ο πατέρας του μόλις έφτασε σε ηλικία γάμου του είπε, αυτά τα Χριστούγεννα θα έρθεις μαζί μου να σε παρουσιάσω στο κορίτσι που θεωρώ ότι πρέπει να πάρεις γυναίκα σου.  Αυτός ήταν όλο χαρά  και πρόσμενε με αγωνία την ημέρα που θα παντρευόταν. Είχε ακούσει τα καλύτερα λόγια για εκείνη από τα νανάκια που την υπεραγαπούσαν. Και η Γιασέρ όμως είχε μεγάλη αγωνία για την ημέρα αυτή. Εκείνη τον είχε δει μια χρονιά όταν ήρθε να πάρει τα δώρα ο πατέρας του. Η Γιασέρ είχε κοιτάξει από το παράθυρο και είδε τον όμορφο νέο, που τον ερωτεύθηκε τρελά αλλά ντρεπόταν να το πει.

Και επιτέλους ήρθε η μέρα που ο Άγιος Βασίλης  θα έφερνε τον γιό του να τον γνωρίσει και να τον παντρευτεί αν ήθελε. Εκείνη ήθελε να βάλει τώρα τα δυνατά της και να φτιάξει τα ωραιότερα παιχνίδια για να τον ευχαριστήσει. Τότε άρχισαν την προετοιμασία δύο μήνες νωρίτερα για να προλάβουν.


Στην Καισαρεία το νέο είχε διαδοθεί.  Το Άγιο Βασιλάκη θα παντρευόταν και θα έφερνε εκεί την αγαπημένη του. Όμως υπήρχε μια πολύ κακιά κοπέλα η Ζαχάρω που ήθελε να πάρει εκείνη το Άγιο Βασιλάκη. Όταν άκουσε το νέο σκέφτηκε, σιγά να μην αφήσω να μου τον  πάρει μια ξένη.  Άρχισε τότε να σκέφτεται και να καταστρώνει τα βρώμικα και ύπουλα σχέδια της.

Αφού σκέφτηκε καλά έψαξε και βρήκε δύο κακοποιούς. Τους πλήρωσε και τους έδωσε εντολή να  απαγάγουν την κοπέλα. Η Γιασέρ εκείνη τη μέρα  είχε πεταχτεί να πάει σε ένα μαγαζί να πάρει κλωστές, κουμπάκια και χρυσόσκονη για τα παιχνίδια της. Στο δρόμο τραγουδούσε και έλαμπε από ευτυχία. Ξαφνικά σταματάει δίπλα της ένα αμάξι και με αστραπιαία ταχύτητα την αρπάζει ένας γεροδεμένος άντρας και την βάζει μέσα. Στο δρόμο της έκλεισαν το στόμα και τις έδεσαν τα μάτια. Αφού προχώρησαν αρκετή ώρα, ακούει μια φωνή να της λέει προχώρα έξω. Αυτή τρομοκρατημένη υπακούει. Όταν της έβγαλαν το μαντίλι, είδε ότι ήταν σε ένα σκοτεινό δωμάτιο.  Άρχισε να κλαίει και να παρακαλάει να  την αφήσουν να φύγει, μα αυτοί δεν άκουγαν τίποτα. Άκουσε τις αλυσίδες και τις κλειδαριές και μετά μια τρομαχτική ησυχία. Το μόνο που τις άφησαν ήταν μια παλιά κουρελού για να κοιμάται. Η Γιασέρ άρχισε να κλαίει πιο πολύ, φοβόταν και κρύωνε. Κάλεσε αρκετές φορές σε βοήθεια  μα του κάκου. Η χοντρή πόρτα και οι χοντροί τοίχοι εμπόδιζαν να ακουστεί η φωνή της.

Εν τω μεταξύ στο σπίτι άρχισαν να ανησυχούν όταν είδαν πως αργεί να γυρίσει. Βγήκαν έξω στους δρόμους και άρχισαν να ψάχνουν, μα τίποτα, Όπου και να ρωτούσαν κανείς δεν την είχε δει. Άρχισαν να κλαίνε και να αγωνιούν καθώς περνούσαν οι μέρες, όμως δεν το έβαλαν κάτω. Είχαν την ελπίδα πως θα ξανάρθει. Οι δύο αδελφές   ήξεραν ότι έπρεπε να παραδώσουν τα παιχνίδια για να μπορέσει  ο Άγιος Βασίλης να τα μοιράσει στα παιδιά. Και δεν λύγισαν συνέχισαν με υπομονή και επιμονή. Στα διαλλείματα όμως έψαχναν πάντα την αδελφή τους.

Οι μέρες  πλησίαζαν και αν δεν φανερωνόταν η Γιασέρ που ήταν και η πιο γρήγορη, δεν θα προλάβαιναν να τελειώσουν. Έπρεπε  λοιπόν κάτι να κάνουν. Η Αϊσέ που ήταν μεγαλύτερη είπε, πρέπει να ζητήσουμε βοήθεια από τα νανάκια του Άγιου Βασίλη. Αυτά αγαπούν πολύ την αδελφή μας και θα μας βοηθήσουν. Έστειλαν ένα γράμμα λοιπόν και τους εξηγούν την κατάσταση. Την επόμενη μέρα αμέσως ήρθαν. Μην στεναχωριέστε είπαν τα νανάκια, εμείς θα ψάξουμε παντού και ελπίζουμε να την βρούμε.  Η μητέρα των κοριτσιών  ένοιωσε λίγο καλύτερα.

Άρχισαν να οργώνονται, ντύθηκαν τεχνικοί  της εταιρίας ηλεκτροδότησης και  μοιράστηκαν στις γειτονιές. Έψαχναν εξονυχιστικά κάθε γωνιά, κάθε σπιτικό, με αφορμή την ιδιότητα τους. Την προπαραμονή εξουθενωμένα και απογοητευμένα μαζεύτηκαν ξανά όλα τα νανάκια. Έκαναν ένα χάρτη με τα μέρη που έψαξαν. Αποφάσισαν να πάνε όλοι μαζί, σε ένα σε ένα οικιστικό τετράγωνο που είχε απομείνει.  Αυτό ήταν όλο πολυκατοικίες και θα ήταν δύσκολο να ψάξουν, όμως η ελπίδα δεν τους άφησε στιγμή. Περνούσαν πόρτα πόρτα και έλεγαν ότι η εταιρία τους έστειλε γιατί υπάρχει βλάβη.

Καθώς περνούσαν από μια πολυκατοικία είδαν μια γιαγιούλα να τους φωνάζει. Πλησίασαν και τους λέει παιδία μήπως μπορείτε να μου αλλάξετε  μια  λάμπα που δεν μπορώ εγώ; Αμέσως γιαγιάκα, φώναξαν όλα μαζί. Μπήκαν μέσα σε μια βρώμικη πολυκατοικία που μύριζε μούχλα. Καθώς ανέβαιναν στον πρώτο όροφο και έμπαιναν μέσα στο διαμέρισμα της γιαγιάκας , ένα νανάκι την ρώτησε. Γιαγιάκα ποιός μένει στο  ισόγειο; Γιέ μου του λέει,  κανείς, όμως εδώ και μέρες ακούω έναν περίεργο θόρυβο, όμως φοβάμαι  να κοιτάξω μην τυχόν και είναι κανένας κλέφτης.

Τα νανάκια κοιτάχτηκαν  και το βλέμμα  τους φωτίστηκε. Θα πάμε εμείς γιαγιάκα να κοιτάξουμε είπαν με προθυμία και με ένα σάλτο βρέθηκαν εκεί. Η πόρτα είχε μια πολύ χοντρή αλυσίδα όμως. Τρέξτε φέρτε γρήγορα κάτι να σπάσουμε την πόρτα είπε το ένα από αυτά και αμέσως έτρεξαν όλα μαζί. Αυτός που έμεινε πίσω, άρχισε να χτυπάει την πόρτα και να φωνάζει, είναι κανείς μέσα; Τότε ακούει σαν να απαντάνε στα χτυπήματα του  μα δεν μπορούσε να ακούσει ξεκάθαρα, ο ήχος ήταν πολύ αδύναμος. Άρχισαν αμέσως να σπάνε την κλειδαριά και επιτέλους η πόρτα άνοιξε.  Και ωωω!!!!! τι χαρά η  Γιασέρ  ήταν εκεί . Όταν τους είδε με δάκρυα  στα μάτια όρμησε και τους αγκάλιασε. Ήταν φοβερά αδυνατισμένη καθώς οι απαγωγείς της,  της έφερναν ένα ξεροκόμματο μόνο και νερό κάθε δύο  μέρες. Πάμε γρήγορα λέει στα  νανάκια,  να προλάβουμε να κάνουμε τα παιχνίδια γιατί  μια μέρα μας έμεινε . Τα νανάκια τότε της είπαν. Μην στενοχωριέσαι θα μείνουμε εμείς να σε βοηθήσουμε να τελειώσεις  και με μια δρασκελιά βρέθηκαν στο αμάξι που είχαν εκεί τα νανάκια.  Όταν έφτασαν σπίτι η μάνα και η αδελφές της την αγκάλιασαν και έκλαιγαν όλες μαζί από ευτυχία.

Αμέσως όμως μετά τις αγκαλιές και τις εκδηλώσεις χαράς ξεκίνησαν όλοι μαζί για να προλάβουν. Όλη την ημέρα δούλευαν ασταμάτητα για να τελείωσουν ακόμα και την νύχτα   συνέχισαν. Και να επιτέλους τα παιχνίδια ήταν έτοιμα και φανερά ικανοποιημένοι όλοι φώναξαν στη Γιασέρ, τρέχα να ετοιμαστείς γρήγορα  σου έχουμε φτιάξει το ωραιότερο φόρεμα που υπάρχει πάνω στη γη.  Ένα γαλανό  μακρύ φόρεμα που την έκανε να μοιάζει με βασιλοπούλα.

Και  έφτασε η ώρα. Ο Άγιος Βασίλης φάνηκε με το έλκηθρο του, δίπλα του καθόταν ο πανέμορφος Άγιο Βασιλάκης που είχε γίνει ένας πανέμορφος νέος. Κατέβηκαν από το έλκηθρο  και μπήκαν μέσα στο σπίτι μαζί με τα νανάκια. Η Γιασέρ κοκκίνισε επειδή ήταν ντροπαλούλα, ήταν όμως πολύ χαρούμενη που θα παντρευόταν ένα τόσο ωραίο νέο.

Τα νανάκια άρχισαν να φορτώνουν τα δώρα. Μέσα όμως στο σπίτι όλα ήταν χαρούμενα και συμφώνησαν να γίνει ο γάμος αμέσως   μετά το μοίρασμα των δώρων στα μικρά παιδιά. Αφού φόρτωσαν τα δώρα κάθισαν όλοι  στα έλκηθρα και ξεκίνησαν.  Όταν μοιράσαν τα παιχνιδια πήραν το δρόμο της επιστροφής για την Καισαρεία. Εκεί περίμενε η κακίστρω  Ζαχάρω, που   δεν γνώριζε τί είχε συμβεί. Όταν είδε την όμορφη Γιασέρ να κατεβαίνει πιασμένη χέρι χέρι με τον αγαπημένο της, έπαθε σοκ και τρελάθηκε.  Άρχισε να τρέχει προς το βουνό και από τότε κανείς δεν την έχει ξαναδεί. Άλλος λέει ότι έπεσε από τον γκρεμό και άλλος ότι φοβούμενη την οργή του Άγιου Βασίλη κρύφτηκε σε μια σπηλιά.

Ο γάμος της Γιασέρ και του Άγιου  Βασιλάκη  έγινε σύντομα και έκαναν ένα γλέντι που κράτησε ένα μήνα. Όλοι οι κάτοικοι της Καισαρείας ήταν καλεσμένοι. Τα νανάκια χόρευαν αδιάκοπα χωρίς να κουράζονται, είχαν βλέπετε παντρευτεί τα δύο πρόσωπα που τόσο πολύ αγαπούσαν. Ο Άγιο Βασιλακης και η Γιασέρ έκαναν πολλά παιδιά και ήταν πολύ ευτυχισμένη. Και έτσι  έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

Μύριαμ Κ. Ρόδος

3 σχόλια:

Konstantinos είπε...

ΟΠΩΣ ΠΑΝΤΑ Η ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΜΥΡΙΑΜ,ΞΑΝΑΚΤΥΠΑ ΜΕ ΤΗΝ ΝΕΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΒΟΛΗ..!!!!!!!!!!!!!ΔΙΔΑΓΜΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ.......
Η ΑΓΑΠΗ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΕΧΕΙ ΠΑΝΤΑ ΑΙΣΙΟ ΤΕΛΟΣ ΟΤΙ ΚΑΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ,ΦΤΑΝΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ,ΝΑ ΕΧΕΙ ΥΠΟΜΟΝΗ ΝΑ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ,ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ Ο ΕΝΑΣ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟΝ ,,,,,,,,,,,,

Ανώνυμος είπε...

ωραιο

Μύριαμ είπε...

Σας ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια. Κωνσταντίνε σωστή η σκέψη σου για το δίδαγμα του παραμυθιού θα προσθέσω και κάτι ακόμα, η καλοσύνη στο τέλος πάντα νικά την κακία φτάνει να έχουμε υπομονή.