Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2011

ΤΑ ΜΑΛΑΜΑΤΕΝΙΑ ΔΑΚΡΥΑ

Μια φορά και ένα καιρό, σε ένα μαγικό δάσος ζούσαν κάτι μαγικά πλασματάκια πολύ μικρά και   καλά. Ήταν τόσο μικρούλικα που  ίσα που τα έβλεπε το μάτι σου. Αυτά λοιπόν ονομαζόταν πικαλάκια.  Εκείνα   τα πλάσματα έμεναν πάντα μέσα στο δάσος δεν έφευγαν ποτέ από εκεί. Τα ζωάκια τα αγαπούσανε και τα πρόσεχαν πολύ να μην τα πατήσουν κατά λάθος, αφού  ήταν τόσο μικρά. Μια μεγάλη αρκούδα τα είχε πάρει υπό την προστασία της. Και δεν άφηνε κανείς να τα πειράξει, αλλά και αυτά την αγαπούσαν πολύ.

Μέσα στο δάσος ήταν και ένα θεόρατο δέντρο που πάνω εκεί έμεναν τα μικρά αυτά πλάσματα. Ένα από αυτά ήταν γαλάζιο και είχε μια παράξενη ιδιότητα που δεν την είχαν τα άλλα ανθρωπάκια. Όταν έκλαιγε έβγαζε μαλαματένια δάκρυα, αυτά τα δάκρυα είχαν μαγικές ιδιότητες. Όποιος τα κρατούσε πάνω του τον προφύλαγαν από κάθε  κακό.

Η αρκούδα συνήθιζε κάθε πρωί να πηγαίνει κάτω από το δέντρο και να σφυρίζει. Αμέσως τότε όλα τα πικαλάκια κατέβαιναν από το δέντρο και αφού την καλημέριζαν, ανέβαιναν στη ράχη της. Τότε η αρκούδα τα έκανε  μια μεγάλη βόλτα μέσα στο δάσος. Εκεί έπαιζαν όλοι μαζί και μετά φρόντιζαν να καθαρίζουν  το δάσος. Τα κόκκινα ανθρωπάκια έβγαζαν ένα μαγικό υγρό που το τοποθετούσαν στις ρίζες των δέντρων, αυτό ήταν κάτι σαν τροφή που τα δυνάμωνε και τους έδινε ζωντάνια. Τα δεντράκια ήταν πολύ χαρούμενα που είχαν αυτά τα ανθρωπάκια να τα φροντίζουν. Ακόμα ένοιωθαν περήφανα γιατί κανένα άλλο δάσος δεν ήταν τόσο ωραίο επειδή δεν είχε αυτά τα καταπληκτικά πλασματάκια. 

Ήταν παραμονές  Χριστουγέννων τα ανθρωπάκια τα ξύπνησε ένας παράξενος θόρυβος. Τινάχτηκαν όλα μαζί πάνω και βγήκαν έξω να δουν τι έγινε. Και τι βλέπουν τότε; Στο δάσος είχαν εμφανιστεί κάποιοι άνθρωποι, που στα χέρια τους κρατούσαν κάτι μεγάλα αλυσοπρίονα. Τα πικαλάκια άρχισαν να φωνάζουν στα δεντράκια τρομαγμένα. Ξυπνήστε ήρθαν πάλι τα τέρατα οι άνθρωποι να σας σκοτώσουν.


Τους γνώριζαν γιατί κάθε χρόνο πήγαιναν σε διάφορα δάση αυτοί οι άνθρωποι. Είχαν ένα παράξενο έθιμο να κόβουν τα δέντρα και να σκοτώνουν έτσι τα δάση. Έπαιρναν έπειτα τα καημένα τα δεντράκια και τα πουλούσαν στην αγορά. Μετά τα αγόραζαν άλλοι άνθρωποι και τα έπαιρναν σπίτι τους για να τα στολίσουν. Αφού τα στόλιζαν για λίγες μέρες τα  πετούσαν νεκρά πια.  Και φαίνεται φέτος ήρθε η σειρά του δικού τους δάσους.

Μα τι βάρβαρο έθιμο είναι αυτό;.είπε αγανακτισμένο ένα πικαλάκι. Δεν ξέρουν οι άνθρωποι ότι τα δεντράκια έχουν αλλά και δίνουν ζωή; Μετά τους ακούω να κλαίνε και να παραπονιούνται, ότι γίνονται πλημμύρες και πως δεν έχουν καθαρό αέρα. Τα δεντράκια πίνουν μια χαρά το νερό της βροχής και έτσι δεν προκαλούνται ζημίες από πλημμύρες.  Ακόμα ρουφάνε το διοξείδιο του άνθρακα και απελευθερώνουν οξυγόνο για να είναι καθαρή η ατμόσφαιρα. Ναι λέει το μεγάλο δέντρο με αγανάκτηση, είναι καταστροφικοί μερικοί άνθρωποι, δεν μας σέβονται καθόλου ούτε μας αγαπάνε. Κοιτάνε μόνο το χρήμα που θα βγάλουν από τον θάνατο μας. Μπορούν να στολίσουν ψεύτικα δέντρα σαν τα στολίδια που βάζουν, έτσι και θα τιμούν το έθιμο τους και δεν θα καταστρέφουν το περιβάλλον.

Τότε εκείνη τη στιγμή, να σου ένας άνθρωπος με κάτι μαύρες μπότες και με ένα μεγάλο αλυσοπρίονο. Αμέσως, χωρίς καμία καθυστέρηση,  το βάζει μπροστά και αρχίζει να πριονίζει το κορμό του  μεγάλου δέντρο. Αυτό άρχισε να πονάει και να ουρλιάζει. Τότε το γαλάζιο πικαλάκι τρόμαξε και άρχισε να κλαίει. Από τα μάτια του  άρχισαν να κυλάνε τα μαλαματένια δάκρυα και έπεφταν κάτω προς  στη γη.

Ο άνθρωπος που προσπαθούσε να κόψει το μεγάλο δέντρο, άρχισε ξαφνικά να παραλύει και έπεσε κάτω ανήμπορος να κουνηθεί. Οι άλλοι άνθρωποι μόλις τον είδαν έτρεξαν αμέσως να τον βοηθήσουν. Μόλις τους είδε το γαλάζιο πικολάκι τρόμαξε περισσότερο και άρχισε να κλαίει πιο πολύ. Και ξαφνικά ο ουρανός σκοτείνιασε και άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς. Ο άνεμος ούρλιαζε στις κορυφές των δέντρων και οι αστραπές έσκιζαν τον αέρα βγάζοντας έναν εκκωφαντικό θόρυβο. Οι άνθρωποι άρχισαν να τρέχουν για να γλυτώσουν από την ξαφνική καταιγίδα.

Έβρεχε ασταμάτητα πέντε μερόνυχτα και κανείς δεν μπορούσε να πλησιάσει εκεί. Το δάσος την γλύτωσε για φέτος, σκέφτηκαν όλα τα πλάσματα του δάσους  και άρχισαν να χορεύουν ασταμάτητα. Τα δέντρα χαρούμενα τραγουδούσαν, μαζί και όλα τα ζωάκια. Όλα μαζί ευχαρίστησαν τα πικαλάκια και ιδιαίτερα το γαλάζιο που τα έσωσε. Και έτσι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

Μύριαμ Κ. Ρόδος

Δεν υπάρχουν σχόλια: