Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ ΧΩΡΙΣ ΤΟ ΠΟΤΟ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ



Μια φορά και ένα καιρό, ήταν μια πενταμελής οικογένεια. Η μαμά ο μπαμπάς και τα τρία παιδιά τους. Ο Γρηγόρης ήταν το μικρό παιδί της οικογένειας έξι χρονών, η Κατερίνα δέκα και η μεγάλη η Φωτεινή δεκαπέντε. Οι γονείς καμάρωναν και αγαπούσαν πολύ τα παιδιά τους και φρόντιζαν να κάνουν το καλύτερο για αυτά.

Ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς και η μαμά σηκώθηκε πριν καλά καλά ξημερώσει για να κάνει τις ετοιμασίες, για να υποδεχτούν τον καινούριο χρόνο. Ήθελε η φετινή πρωτοχρονιά να είναι καλύτερη από όλες τις άλλες. Ξεκίνησε λοιπόν με την γέμιση της μεγάλης γαλοπούλας, αφού έκανε την γέμιση προσεκτικά και με πολύ μεράκι, την τύλιξε με ένα αλουμινόχαρτο και την έβαλε στον φούρνο να σιγοψήνεται. Έπειτα καθάρισε σχολαστικά το σπίτι, έβαλε πλυντήριο και αφού τελείωσε βγήκε έξω για τα τελευταία ψώνια. Φρόντισε να μην λείψει τίποτα από το γιορτινό τραπέζι, πήρε κρασί, αναψυκτικά, μέχρι και πολύχρωμα κεράκια για να κάνει γιορτινή ατμόσφαιρα.

Το βραδάκι αφού ψήθηκε και η βασιλόπιτα, που είχε  εντωμεταξύ  μοσχομυρίσει όλο το σπίτι, άρχισε να στρώνει το τραπέζι. Έβαλε ένα πορσελάνινο σερβίτσιο που το είχε για αυτές τις περιπτώσεις, τοποθέτησε τα μαχαιροπίρουνα με τάξη. Μετά στόλισε ένα ωραίο κρυστάλλινο γαλάζιο βάζο, με  πανέμορφα λουλούδια. Στην μέση έβαλε κεράκια, το κρασί, έκοψε και το ψωμί και όλα ήταν έτοιμα για να σερβίρει το γιορτινό πρωτοχρονιάτικο γεύμα.

Άρχισε να φωνάζει τότε τα παιδιά, Γρηγόρη, Κατερίνα, Φωτεινή ελάτε το τραπέζι είναι έτοιμο. Τα μικρά έτρεξαν αμέσως με χαρά, μόνο που η Φωτεινή δεν φάνηκε ακόμα. Μα τι κάνει και δεν έρχεται ρώτησε ο μπαμπάς τους λίγο ανήσυχος. Τότε ο Γρηγόρης με την παιδική αφέλεια που χαρακτηρίζει την ηλικία του είπε. Είναι θυμωμένη και κάπου - κάπου κλαίει. Η μάνα τους απορημένη ρωτάει τα παιδιά να της πουν τι έχει πάθει η Φωτεινή και αν γνώριζαν τον λόγο του θυμού της. Τα παιδιά  είπαν ότι δεν ήξεραν τον λόγο.

 Τότε αποφάσισε να πάει η ίδια να δει τι συμβαίνει και να την φέρει στο γιορτινό τραπέζι. Ανέβηκε γρήγορα τα σκαλιά για να πάει στο υπνοδωμάτιο της.  Χτυπάει την πόρτα μα απάντηση δεν παίρνει. Τότε ανοίγει και βλέπει την κόρη της να κάθεται στην άκρη του κρεβατιού μουτρωμένη. Φαινόταν πολύ θυμωμένη και μάλιστα της φάνηκε ότι την αγριοκοίταξε. Τι έχεις Φωτεινούλα μου; την ρώτησε η μητέρα της με περιέργεια αφού δεν ήξερε τι είχε. Τίποτα απαντάει εκείνη. Ε μα πώς τίποτα; έλα κάτω να φάμε έχει από όλα αυτά που σου αρέσουν, σου έχω πάρει και τον αγαπημένο σου χυμό βύσσινο της είπε. Έλα να φάμε και να ανοίξουμε τα δώρα μας, κοντεύει έντεκα, συνέχισε να της λέει προσπαθώντας να την πείσει.

Χμ!!! λέει τότε η Φωτεινούλα με φωνή που έτρεμε από τα νεύρα της. Έχεις όλα τα καλά στο τραπέζι όμως το βασικότερο δεν το έχεις και για αυτό τον λόγο δεν θα έρθω σήμερα να φάω μαζί σας. Η μάνα της που συνέχιζε να μην καταλαβαίνει τι έχει και τι προσπαθεί να της πει η κόρη της, της είπε τότε. Τι είναι αυτό που δεν έχουμε; πες μου να πάω τώρα να το αγοράσω και να στο φέρω. Εμ αυτό δεν αγοράζεται μανούλα μου. Και τι είναι αυτό που δεν αγοράζεται; ρώτησε όλο απορία η μάνα της. Το ποτό της αγάπης το έχετε; ε; το έχετε; Τι θέλεις να πεις; της λέει τώρα η μάμα της, που το μυαλό της πήγε τώρα σε κανένα παιδικό έρωτα της νέας.

Λοιπόν άκου να σου πω τι έχω και να μην με ξαναρωτήσεις μετά τίποτα άλλο. Σήμερα πέρασα από της γιαγιάς μου, δηλαδή  από την μάνα την δική σου. Δεν ήταν στο σπίτι και ρώτησα την κυρά Ευαγγελία την γειτόνισσα και μου είπε ότι πήγε κατά την θάλασσα.  Πήγα τότε να την βρω. Στην αρχή δεν με είδε καθόταν σε ένα παγκάκι με τρείς άλλες γριούλες και συζητούσαν. Πλησίασα και  είδα την γιαγιά να σκουπίζει τα μάτια της, κοντοσταμάτησα τότε μήπως και καταλάβω γιατί κλαίει. Και τότε άκουσα την κυρά Ευφημία να μιλάει, έλεγε ότι ο γιός της το απόγευμα θα ερχόταν να την πάει στο  σπίτι του για να κάνουν πρωτοχρονιά, τα έλεγε και έλαμπε από χαρά. Το ίδιο και η άλλη γριούλα που δεν ξέρω το όνομα της, θα ερχόντουσαν τα παιδιά της σε λίγο να την πάρουν και μάλιστα σηκώθηκε βιαστικά να πάει να ετοιμαστεί. Η γιαγιά μου και η γιαγιά της φίλης μου της Δέσποινας, ήταν στεναχωρημένες και δεν μιλούσαν. Και τι να πουν δηλαδή θα ντρεπόντουσαν που τα δικά τους παιδιά δεν τις σκέφτηκαν. Έκλαιγαν μόνο βουβά χωρίς να μιλάνε  και χωρίς να πουν μια λέξη να κακολογήσουν τα παιδιά τους. Βλέπετε εκείνες σας αγαπάνε όπως και αν τους φέρεστε εσείς. Όταν πήγα κοντά της με αγκάλιασε και με φίλησε, κάθισα δίπλα της για λίγο και μετά την ρώτησα γιατί κλαίει, και ξέρεις τι μου είπε; δεν έχω τίποτα παιδί μου, να ένα σκουπιδάκι έχει μπει στο μάτι μου. Όμως εγώ ήξερα τι είχε, συνέχισε να λέει η Φωτεινή φανερά πικραμένη.


Να σου κάνω μαμά μια ερώτηση μόνο και μετά πήγαινε στο όμορφο και πλούσιο τραπέζι σου να φας. Πες μου παιδί μου είπε εκείνη και τα μάτια της άρχισαν να τρέχουν από τις τύψεις. Όταν γεράσεις και εσύ θέλεις να περνάς μόνη σου τις γιορτές; να μην σε καλεί στο σπίτι του  κανένα από τα παιδιά σου; και μη κακό να είσαι στην θέση της γιαγιάς που έχασε τον παππού και είναι εντελώς μόνη; Θα σου άρεσε; πως θα ένοιωθες; η Μάνα της δεν απάντησε, μόνο έφυγε από το δωμάτιο ντροπιασμένη που μια δεκαπεντάχρονη είχε πιο μεγάλα αισθήματα από εκείνη.

Πέρασαν περίπου τρία τέταρτα, από εκείνη την συζήτηση και ήθελε μισή ώρα για να αλλάξει ο χρόνος. Ξαφνικά χτυπάει και πάλι η πόρτα, η Φωτεινούλα νόμιζε ότι ήταν η μάνα της και ήθελε να την φωνάξει για άλλη μια φορά. Τι θέλεις; φώναξε θυμωμένα, άσε με ήσυχη δεν πεινώ. Φωτεινούλα μου; άκουσε τότε μια γλυκιά αγαπημένη φωνή. Ναι ήταν η γιαγιά της, δεν την γελούσαν τα αυτιά της, έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε άνοιξε την πόρτα και έπεσε στην αγκαλιά της.

Η γιαγιά Φωτεινή έλαμπε από χαρά, σαν την άλλη την κυρά Ευφημία. Τι έγινε γιαγιάκα μου πως ήρθες ως εδώ; Η μαμά μαζί με τον πατέρα σου ήρθαν σπίτι και με έφεραν να κάνω μαζί σας πρωτοχρονιά, να είναι πάντα καλά να σας χαίρονται. Η γιαγιά φυσικά δεν ήξερε τι είχε προηγηθεί και ούτε η Φωτεινούλα θα της το έλεγε ποτέ. Θα της χαλούσε έτσι την χαρά ότι η κόρη και ο γαμπρός της την σκέφτηκαν. Άλλωστε δεν την ένοιαζε την Φωτεινούλα τίποτα άλλο παρά μόνο ότι φέτος θα έκανε την πιο όμορφη πρωτοχρονιά. Επιτέλους οι γονείς της είχαν βάλει στο γιορτινό τραπέζι το ποτό της αγάπης. Και έτσι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

Χρόνια πολλά με υγεία, ειρήνη, ευτυχία εύχομαι σε όλο τον κόσμο. Και μην ξεχάσετε και εσείς  να βάλετε στο γιορτινό τραπέζι το ποτό της αγάπης. θα δείτε  όταν το πιείτε ότι θα περάσετε την πιο όμορφη πρωτοχρονιά.

Μύριαμ Κ. Ρόδος

3 σχόλια:

Unknown είπε...

!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!! ΧΡΟΝΙΑ ΣΟΥ ΠΟΛΛΑ

Ανώνυμος είπε...

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ.................

Ανώνυμος είπε...

αυτο το ποτο μερικοι μας επιβαλαν να το κοψουμε........ πειραζει σε πολλα...... χρονια σου πολλα