Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012

Ο ΜΑΝΩΛΗΣ Ο ΜΠΕΚΡΗΣ

Εκείνη την παγωμένη νύχτα ο αέρας έσερνε μια άδεια πλαστική σακούλα στο πεζοδρόμιο.  Μερικά ξερά φύλλα και κάποια χαρτάκια την συνόδεψαν για λίγο μα αυτή κόλλησε στον κορμό μιας μικρούλας νεραντζιάς, έστριψε και χώθηκε κάτω από έναν κάδο απορριμμάτων λες και ήθελε να προστατευτεί από το κρύο και την χιονόπτωση.

Ήταν γύρω στις τρεις μετά τα μεσάνυχτα και το χιόνι άρχισε να πυκνώνει. Οι άνθρωποι είχαν κλειστεί στα σπίτια τους από νωρίς νιώθοντας ότι το έξω, οι δρόμοι και οι πλατείες, δεν τους ήθελαν αυτήν την μέρα. 

Στην μοναξιά του δρόμου με τα μαγαζιά και τα μονότονα σφυρίγματα του ανέμου μπλέχτηκε ένα βήμα που τρέκλιζε και μερικές σκόρπιες λέξεις, ένας ακατάληπτος μονόλογος από μια βαριά μεθυσμένη φωνή. Ακουγόταν μέσα στην ερημιά σαν ένα ασυνάρτητο μοιρολόι  από βρισιές, παράπονα, κατάρες και τα σφυρίγματα που προκαλούσαν οι πνοές του αέρα έμοιαζαν να επιχειρούν εφιαλτικά να το ντύσουν με μουσική.

Κάτω από το παγωμένο φως, μέσα από τις νιφάδες του χιονιού διακρινόταν η σιλουέτα του Μανώλη του μπεκρή. Ανάμεσα στα απεριποίητα γένια του και στα μπλεγμένα του μαλλιά μια ματιά που άστραφτε μα δεν ήξερες αν ήταν από το μεθύσι ή από τα βουρκωμένα μάτια. Από το φθαρμένο σακάκι του έλλειπαν δυο κουμπιά και το αριστερό πέτο ήταν γυρισμένο προς τα μέσα. Είχε σηκωθεί να φύγει βιαστικά από την ταβέρνα και δεν πρόσεξε όταν φορούσε το σακάκι. Όχι ότι είχε καμιά σημασία για τον Μανώλη, αλλά όταν δεν είχε πιει πολύ πρόσεχε κάπως την εμφάνιση του. Μια συνήθεια που του είχε μείνει από τα χρόνια που ήταν φυσιολογικός άνθρωπος.  Στο χέρι του κρατούσε ένα μπουκάλι ρετσίνα, την παρέα του, την παρηγοριά του, το φάρμακο του όπως την αποκαλούσε. Το φάρμακο για τον πόνο, το φάρμακο της λυτρωτικής λησμονιάς.

 
Κούτσαινε λιγάκι γιατί το απόγευμα καθώς πήγαινε στην ταβέρνα, ένα πιτσιρίκι του είχε πετάξει μια πέτρα. Ο Μανώλης δεν διαμαρτυρήθηκε για αυτή την πέτρα, αν και πόνεσε. Όταν γύρισε όμως να κοιτάξει ποιός την έριξε είδε  ένα παιδί.  Συνέχισε σιωπηλός τον δρόμο του χωρίς να πει κουβέντα.

Κοντοστάθηκε μπροστά από μια βιτρίνα με παιδικά παιχνίδια. Για αρκετή ώρα το βλέμμα του είχε κολλήσει σε ένα τηλεκατευθυνόμενο τρενάκι. Στην τζαμαρία διέκρινες τα βουρκωμένα μάτια του και το βλέμμα του που κοιτούσε αποσβολωμένο. Το μυαλό του άρχισε να γυρίζει πίσω στα παλιά. Θυμήθηκε ένα ωραίο και ζεστό σπιτικό που έσφυζε από ζωή. Η   αυλή ήταν περιφραγμένη με ψηλά μαύρα κάγκελα, εκεί μέσα έπαιζε με ένα  ποδηλατάκι ένα μικρό παιδί. Η μητέρα του καθόταν στην βεράντα και έμπλεκε ένα μπλε πουλόβερ για τον μοναχογιό της τον Γιαννάκη, τα μάτια της όμως ήταν πάντα στραμμένα στον μικρό μην τυχών χτυπήσει. Ο πατέρας ήταν στο μαγαζί. Είχαν ένα ψιλικατζίδικο και δούλευε όλη μέρα για να μην λείψει τίποτα από την οικογένεια του. Όταν σχολούσε από το μαγαζί και έβρισκε ξυπνητό το Γιαννάκη, έπαιζαν για λίγο μαζί με το κίτρινο τρενάκι που του είχε αγοράσει ο ίδιος, ο μικρός λάτρευε αυτό το τρενάκι.  Κάθε Κυριακή όμως, είχαν καθιερώσει να πηγαίνουν εκδρομή σε ένα μικρό δασάκι, μια ώρα δρόμος ήταν. Εκεί έστρωναν ένα σεντόνι και τοποθετούσαν τα ταπεράκια με τα φαγητά που έφτιαχνε από βραδύς η γυναίκα του. Το Γιαννάκη έπαιζε εκεί κοντά με τα παιχνιδάκια του και χοροπηδούσε από χαρά. Η μητέρα και ο πατέρας καμάρωναν το Βλαστάρι τους. Ήταν τόσο ωραία η εικόνα αυτής της οικογένειας, σαν την κοιτούσες έβλεπες μόνο χαρά και ευτυχία.

Μια Κυριακή ο πατέρας σκέφτηκε να φέρει ένα ένα σχοινί και να κάνει μια κούνια του κανακάρη του να παίξει. Κάθισε αρκετή ώρα να την φτιάξει προσεχτικά. Την έδεσε ανάμεσα σε δύο δέντρα, έπειτα κάθισε πάνω ο μικρούλης και τον κουνούσε, του άρεσε πολύ και όλη την ώρα γελούσε. Η γυναίκα του η Μορφούλα έτσι την έλεγαν καμάρωνε τους δυο άντρες τις ζωής της. Όμως ξαφνικά άρχισε να ψιχαλίζει, άρχισαν να μαζεύουν τα πράγματα και έτρεξαν γρήγορα στο αμάξι για να γυρίσουν σπίτι. Ξεκίνησαν για τον δρόμο της επιστροφής, ο μικρούλης που είχε αποκάμει από το παιχνίδι, άρχισε να νυστάζει και η μητέρα το έφερε μπροστά και το πήρε αγκαλιά.

Η βροχή έπεφτε ραγδαία οι υαλοκαθαριστήρες δούλευαν ασταμάτητα. Σε μια στροφή ο Μανώλης άκουσε ένα απότομο σφύριγμα και τότε βλέπει έντρομος ένα μεγάλο φορτηγό να χάνει τον έλεγχό του και να πέφτει απάνω τους. Έστριψε αμέσως το τιμόνι όμως ήταν αργά το κακό είχε γίνει. 

Ούτε ξέρει πόσο καιρό ήταν ναρκωμένος, όταν άνοιξε τα μάτια του, ήταν σε ένα δωμάτιο του νοσοκομείου. Τα πόδια του ήταν μέσα στον γύψο και δεν μπορούσε να σηκωθεί, έμεινε για λίγα λεπτά να κοιτάει το νταβάνι και να προσπαθεί να καταλάβει που ήταν τι έγινε. Έξαφνα έντρομος άρχισε να φωνάζει σαν τρελός με όση δύναμη είχε, Χριστέ μου που είναι η γυναίκα μου το παιδί μου, είναι καλά; σας παρακαλώ ας έρθει κάποιος να μου πει που είναι. Μια νοσοκόμα που είχε ακούσει τις απελπισμένες κραυγές του έτρεξε κοντά του, κύριε Μανώλη δεν κάνει να κουνιέσαι στην θέση που βρίσκεσαι. Θέλω να μάθω για το παιδί μου την γυναίκα μου είπε κλαίγοντας, η νοσοκόμα τον κοίταξε λυπημένη τι να του έλεγε τώρα; σκέφτηκε. Ησύχασε δεν ξέρω εγώ είμαι καινούρια καλά πρέπει να είναι, απλά θα τους έχουν σε κάποιο άλλο δωμάτιο. Ο Μανώλης όμως δεν ησύχαζε φώναζε συνέχεια και συνέχεια. Όταν μπόρεσε να σηκωθεί έμαθε για το τραγικό τέλος της οικογένειας του και τα δυο αγαπημένα του πρόσωπα είχαν σκοτωθεί. Ο Μανώλης δεν ξαναπάτησε ποτέ πια στο μαγαζί του και το σπίτι του το έκανε κατάσχεση η τράπεζα γιατί δεν πλήρωνε τις δόσεις του δανείου. Του Μανώλη όμως καρφί δεν του καιγόταν, αυτός γυρνούσε όλη μέρα με ένα μπουκάλι κρασί στο χέρι. Μέσα από το κρασί ο Μανώλης προσπαθούσε να σβήσει τον καημό του. Αλλά το κακό ήταν ότι ένιωθε και ενοχές παρόλο που δεν ευθυνόταν εκείνος για το ατύχημα. Έτσι έφτασε να γίνει περίγελος του κόσμου  μέρα νύχτα μεθυσμένος ήταν και να κοιμόταν όπου έβρισκε.

Το άλλο πρωί πλήθος κόσμου βρισκόταν μαζεμένοι σε μια πλατεία μικρή. Ένας άνθρωπος βρέθηκε νεκρός ξαπλωμένος στο παγκάκι, ο καημένος έλεγαν μερικοί από το κρύο θα πέθανε. Ντροπή φώναζαν μερικοί, να πεθαίνει σαν σκυλί κάποιος συνάνθρωπός μας. Μερικοί πιο θαρραλέοι πλησίασαν πιο κοντά, ήταν ένας μεσόκοπος με μακριά γενειάδα και ένα φθαρμενο σακάκι που του έλειπαν τα δυο κουμπιά. Στο χέρι του κρατούσε κάτι σφιχτά, κάποιος προσπάθησε να δει τι ήταν και τότε βλέπει μια φωτογραφία ενός ωραίου και περιποιημένου ανθρώπου που είχε στην αγκαλιά του ένα παιδί και μια πανέμορφη γυναίκα. Μια γυναίκα που τον παρατηρούσε από ώρα φώναξε, κοιτάξτε δεν σας φαίνεται ότι γελάει; πραγματικά η όψη του φαινόταν χαρούμενη, ποιός ξέρει ίσως στο τελευταίο ταξίδι του να συνάντησε επιτέλους τα δυο αγαπημένα του πρόσωπα και να είναι πια χαρούμενος και λυτρωμένος από τον πόνο της απώλειας.

Στην παλιά του γειτονιά ο περιπτεράς είπε πως ο Μανώλης πάγωσε, πως πέθανε από το κρύο. Η κυρά Κατίνα που έμαθε τον θάνατο από τον περιπτερά όταν πήγε να αγοράσει τα τσιγάρα της, είπε στην γειτόνισσα της πως ο μπεκρούλιακας έσκασε από το ποτό. Ο γιατρός που τον εξέτασε έγραψε ως αιτία θανάτου πνευμονικό οίδημα και αποκλείστηκε η εγκληματική ενέργεια.   Τέτοια λένε οι άνθρωποι όταν βλέπουν το νεκρό σώμα και όχι την νεκρή ψυχή. Έτσι για τον θάνατο του έφταιγε ο μπεκρής και η κακή του τύχη δεν κατηγορήθηκε ποτέ.

Μύριαμ Κ. Ρόδος

3 σχόλια:

Konstantinos είπε...

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ :
Ο ΣΗΜΕΡΙΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΓΙΝΕ..ΑΠΑΝΘΡΩΠΟΣ..ΔΙΧΩΣ ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ,ΔΙΧΩΣ ΨΥΧΗ,ΔΙΧΩΣ ....ΑΝΘΡΩΠΙΑ. ΔΕΝ ΔΙΝΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΜΙΚΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΣΤΟΝ ΣΥΝΑΝΘΡΩΠΟ ΜΑΣ,ΣΤΟΝ ΑΔΕΛΦΟ ΜΑΣ..ΝΑΙ ΣΤΟ ΑΔΕΛΦΟ ΜΑΣ..ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΑΔΕΛΦΙΑ..ΠΑΙΔΙΑ ΕΝΟΣ ΑΝΩΤΕΡΟΥ ΟΝΤΟΣ,ΕΝΟΣ ΓΕΝΝΗΤΟΡΟΣ,ΕΝΟΣ ΘΕΟΥ...
ΤΑ ΜΟΝΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ ΑΝΕΠΤΥΓΜΕΝΑ ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΚΙΑ,ΤΟ ΜΙΣΟΣ,Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ. ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΑΓΑΠΗ ΣΤΟΝ ΠΛΗΣΙΟΝ ΜΑΣ ;; ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΣΥΜΠΟΝΙΑ, Η ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ;; ΓΙΑΤΙ ΚΑΤΑΝΤΗΣΑΜΕ ΕΤΣΙ ;; ΠΟΥ ΘΑ ΚΑΤΑΛΗΞΟΥΜΕ ;; ΑΡΑΓΕ,ΤΙ ΛΥΠΗΣΗ ΘΑ ΕΧΕΙ Ο ΓΕΝΝΗΤΟΡΑΣ ΜΑΣ ;; ΜΕΧΡΙ ΠΟΤΕ ΘΑ ΜΑΣ ΣΥΓΧΩΡΕΙ ;;ΠΟΣΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΓΕΝΝΩΝΤΑΙ ΚΑΙ ΠΟΣΗ ΕΙΝΑΙ Η ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ ΠΟΥ ΔΕΙΧΝΟΥΜΕ ;;ΑΝΑΡΩΤΗΘΗΚΑΜΕ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΓΙΑ ΛΙΓΟ,,,ΜΗΠΩΣ ΜΑΣ ΒΑΡΕΘΗΚΕ Ο ΘΕΟΣ ;; ΠΟΣΕΣ ΦΟΡΕΣ ΤΟΝ ΕΠΙΚΑΛΕΣΘΗΚΑΜΕ ΚΑΙ ΠΟΣΕΣ ΦΟΡΕΣ ΤΟΝ ΑΠΑΡΝΗΘΗΚΑΜΕ ;; ΑΡΑΓΕ,ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΕΣΤΩ ΓΙΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ ΝΑ ΜΑΣ ΛΥΠΗΘΕΙ ;;; ΑΣ ΕΛΠΙΣΟΥΜΕ !!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!

Μύριαμ είπε...

ΠΟΛΥ ΣΩΣΤΑ ΤΑ ΛΕΣ. ΕΧΟΥΜΕ ΞΕΧΑΣΕΙ ΤΗΝ ΛΕΞΗ ΑΝΘΡΩΠΟΣ. ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ ΓΙΝΟΜΑΣΤΕ ΚΡΙΤΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΝΟΥΜΕ ΚΑΙ ΚΑΤΑΚΡΙΝΟΥΜΕ ΚΑΠΟΙΟΝ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΞΕΡΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΙΑ ΓΙΑ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΚΑΝΕΙ. ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΣΚΥΨΑΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΑΠΟ ΚΟΝΤΑ ΓΙΑΤΙ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΦΕΡΕΤΑΙ ΚΑΠΩΣ ΠΕΡΙΕΡΓΑ ΤΙ ΤΟΝ ΟΔΗΓΗΣΕ ΝΑ ΑΛΛΑΞΕΙ ΞΑΦΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ. ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΕΙΝΑΙ ΣΗΜΑΔΙΑ ΤΗΣ ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ ΜΕΤΑΛΛΑΞΗΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

GIANNHS είπε...

AJIZEIS POLLA MPRABO PERNAS ME EYKOLIA STON ANAGNWSTH OLA TA PARAPANO MHNYMATA.EYGE MYRIAM