Σάββατο 23 Ιουνίου 2012

Ο ΣΙΩΠΗΛΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ

Ο Βασίλης ήταν ένα νεαρό παιδί σαν όλα τα άλλα.  Ψηλός,  ξανθός με εκφραστικά μεγάλα και καταγάλανα μάτια. Ένα  μειονέκτημα όμως, τον έκανε πολύ δυστυχισμένο. Ήταν  κωφάλαλος εκ γενετής . Ο Βασίλης ήταν αρκετά έξυπνος και μπορούσε εύκολα να διαβάσει τα χείλη και έτσι κατάφερνε  να συνεννοηθεί. Πήγαινε από μικρό παιδί σε ειδικό σχολείο για να μάθει  την νοηματική και τις ελεύθερες ώρες του ασχολιόταν με την γλυπτική. Του άρεσε πολύ να παίρνει ένα ξύλο και να του δίνει μορφή. Όταν μεγάλωσε ήταν ένας από τους καλύτερους γλύπτες στην περιοχή του. Σιγά σιγά όμως η φήμη του απλώθηκε και πέρα από εκεί που έμενε και όλοι ερχόντουσαν να δουν, να θαυμάσουν και να αγοράσουν τα γλυπτά του. Φαινόταν όλα να πηγαίνουν καλά για αυτόν, αν δεν υπήρχε ο χλευασμός για την κατάσταση του. Πολλοί νόμιζαν ότι επειδή δεν μπορεί να ακούσει ότι είναι και χαζός. Πάρα πολλές φορές  διάβαζε στα χείλη τους τα ειρωνικά σχόλια που έκαναν κάποιοι και στεναχωριόταν πολύ,  και αναρωτιόταν  γιατί; τι πειράζει τους ανθρώπους το δικό του πρόβλημα; Που τους ενοχλεί;

Μια μέρα όπως ήταν αφοσιωμένος σε ένα γλυπτό του, ένοιωσε την παρουσία κάποιου, γυρίζει και βλέπει δυο πελώρια όμορφα πόδια να στέκουν ακριβώς πίσω του. Σήκωσε το κεφάλι του και βλέπει έναν άγγελο, ναι με άγγελο έμοιαζε αυτή η κοπέλα που είχε μπροστά του. Φαίνεται τον φώναζε γιατί δεν ήξερε το πρόβλημά του και ήταν λίγο θυμωμένη που δεν της απάντησε αμέσως. Ο Βασίλης το κατάλαβε και άρχισε να της εξηγεί γνέφοντας της.  Εκείνη στην αρχή έδειχνε αμήχανα μα στο τέλος άρχισε να ανταποκρίνεται και να καταλαβαίνει. Πέρασαν αρκετές εβδομάδες και η Ναταλία αυτό ήταν το όνομα της κοπέλας, άρχισε να βγαίνει μαζί του παντού. Έδειχνε πολύ ενθουσιασμένη από την γνωριμία του και ίσως ερωτευμένη. Του έκανε ώρες παρέα στο εργαστήριο και θαύμαζε κάθε έργο που έκανε.

Ένα βραδάκι, αφού έκλεισε το εργαστήριο την πήρε σε ένα πολυτελέστατο εστιατόριο, τα λεφτά δεν έλειπαν ποτέ από τον Βασίλη, τα χέρια του ήταν χρυσά όπως του έλεγαν. Όταν έτρωγαν,  ήρθε από πάνω τους κάποιος που του είχε   μιλήσει νωρίτερα ο Βασίλης και άρχισε να παίζει ακορντεόν. Η Ναταλία ήταν πολύ χαρούμενη και επιτέλους έδειξε πόσο ερωτευμένη είναι μαζί του, με τις κλεφτές ματιές και τα χαμόγελα έδειχνε την αγάπη και την ευτυχία που ένοιωθε.  Όταν τελείωσαν το γεύμα,  ο Βασίλης σηκώνεται πάνω και γονατίζει στα πόδια της. Οι θαμώνες που ήταν εκεί, παρακολουθούσαν με αγωνία καθώς κατάλαβαν τις προθέσεις του. Εκείνος βγάζει από την τσέπη του ένα ωραίο γαλάζιο βελούδινο κουτάκι και το ανοίγει. Ήταν ένα μονόπετρο δαχτυλίδι και αμέσως της έγνεψε και την ρώτησε, αν θέλει να τον παντρευτεί. Εκείνη έκλαιγε από συγκίνηση και του έγνεψε χωρίς δεύτερη σκέψη πως ναι σε θέλω. Τα χειροκροτήματα έπεφταν επί πέντε λεπτά από τους ανθρώπους που  παρακολούθησαν την σκηνή. Σε μια εβδομάδα έγινε ο γάμος και ήταν πολύ ευτυχισμένοι και οι δύο.

Πέρασε ένας χρόνος ευτυχίας και ήρθε να ολοκληρώσει την αγάπη τους ένα παιδί. Η Ναταλία γέννησε ένα πανέμορφο ξανθό αγόρι ίδιο με τον πατέρα του ήταν. Το μωράκι ευτυχώς δεν είχε το πρόβλημα ακοής  και έτσι δεν θα ταλαιπωριόταν. Ο Βασίλης πετούσε από την χαρά του δούλευε ακόμα πιο σκληρά για να το έχει σαν πρίγκιπα όπως σκεφτόταν βουβά. Περνούσαν οι μήνες και το μωρό μεγάλωνε και μιλούσε με την μητέρα του, αυτό τον στεναχωρούσε λιγάκι, γιατί δεν μπορούσε να του εκφράσει την αγάπη του με λόγια. Όταν έκλεινε τα δυο χρόνια το μωρό ο πατέρας κλείνοντας το εργαστήρι σκέφτηκε να τους βγάλει έξω να το γιορτάσουν.  Έτρεξε με χαρά στο σπίτι κρατώντας και ένα μικρό αυτοκινητάκι. Μπαίνοντας σπίτι δεν υπήρχε κανείς, έψαξε σε όλα τα δωμάτια μα πουθενά. Κάθισε στο σαλόνι να τους περιμένει και τότε το μάτι του πέφτει σε ένα γράμμα, που ήταν όρθιο στο βάζο μπροστά. Γεμάτος αγωνία το πιάνει και διαβάζει, άρχισε να τον λούζει κρύος ιδρώτας. Ξαφνικά άρχισε να ουρλιάζει σαν αγρίμι, έβγαζε κάτι ακαταλαβίστικους ήχους, που όμως είχαν τόσο πολύ πόνο. Ο φίλος του από δίπλα ακούγοντας τις φωνές έτρεξε να δει τι συμβαίνει, ο Βασίλης με τα μάτια υγρά και τσακισμένος από τον πόνο του δίνει το γράμμα. Φεύγω κουράστηκα να ζω έτσι, θέλω το σε αγαπώ να μου το πουν με λόγια, θέλω το παιδί μου να συζητάει με τον πατέρα του και εκείνος να ακούει τις πρώτες λεξούλες του. Θέλω να μπαίνει ο άντρας μου στο σπίτι και να με φωνάζει, βαρέθηκα την σιωπή, βαρέθηκα, γι'αυτό φεύγω. Τα λόγια αυτά είχαν καρφωθεί στην καρδιά του Βασίλη και δεν έφευγαν.

Ο Βασίλης ξημερώθηκε με τις σκέψεις και τα γιατί. Γιατί δέχτηκε να με παντρευτεί  αφού το ήξερε πως δεν ακούω; Γιατί δεν καταλαβαίνει πως δεν φταίω εγώ που γεννήθηκα έτσι; γιατί μου στέρησε το παιδί μου; γιατί  Θεέ μου να γεννηθώ έτσι; Το πρωί έψαξε και βρήκε μια φωτογραφία της Ναταλίας μαζί με τον γιό τους, την πήρε και βγήκε στους δρόμους. Άρχισε να την δείχνει παντού και να προσπαθεί να  ρωτήσει τους ανθρώπους, αν την είδαν πουθενά. Όμως όλες οι έρευνες του ήταν άκαρπες, είχε εξαφανιστεί. Ο πόνος ήταν μεγάλος και δεν έλεγε να σταματήσει, άρχισε μετά από λίγο καιρό να δημιουργεί πάλι τα γλυπτά του, μήπως ξεχαστεί. Τα περισσότερα έργα που έκανε όμως ήταν μια γυναίκα με ένα παιδί, αποτύπωνε στο ξύλο τον καημό του. Τα έργα του είχαν παραδόξως μεγαλύτερη ζήτηση τώρα, άρχισαν να γράφουν οι εφημερίδες και τα περιοδικά για αυτόν, τον παράξενο μα θαυμάσιο καλλιτέχνη.

Φανερά αδυνατισμένος και με γενειάδα που τον έκανε να μοιάζει  με αγριάνθρωπο, φωτογραφιζόταν στις εφημερίδες. Ένα πρωί καθώς έφτιαχνε ένα ωραίο γλυπτό αισθάνθηκε πάλι μια παρουσία δίπλα του, ξαφνιασμένος γυρίζει και τότε βλέπει πάλι τα πόδια του αγγέλου, μα αυτή την φορά και δυο μικρά ποδαράκια που χοροπηδούσαν. Νόμιζε πως  είχε παραισθήσεις, τα γνώριζε αυτά τα πόδια πολύ καλά, σηκώνει πάλι το κεφάλι του και βλέπει τους δυο  αγγέλους της ζωής του, να του χαμογελούν. Ήταν η γυναίκα και το παιδί του που γύρισαν.  Η Ναταλία δεν άντεξε μακριά του.  Όταν έφυγε, κατάλαβε πόσο πολύ τον αγαπούσε και μετάνιωσε που φέρθηκε τόσο εγωιστικά. Όταν είδε την φωτογραφία του στην εφημερίδα, κατάλαβε τον πόνο που του έδωσε και χωρίς να το σκεφτεί γύρισε κοντά του. Ο Βασίλης πήρε την γυναίκα και το παιδί στην αγκαλιά του, τους φιλούσε κλαίγοντας, το ίδιο και η Ναταλία.  Το παιδί  τρόμαξε και έβαλε τα κλάματα. Η Ναταλία το πήρε αγκαλιά και το καθησύχασε, ο μπαμπάς σου είναι μωρό μου μην κλαίς του είπε. Από την ημέρα εκείνη γύρισε η χαρά και πάλι στο σπιτικό του Βασίλη και στην καρδιά του, η Ναταλία δεν ξανάπαραπονέθηκε ποτέ.  Έμαθε να ζει στον βουβό  κόσμο του  Βασίλη και ήταν ευτυχισμένη.

Μακάρι όλοι οι άνθρωποι που έχουν πρόβλημα ακοής, να είναι χαρούμενοι και να μην είναι εμπόδιο στην ζωή τους η αδυναμία να ακούσουν. Ας τους αγκαλιάσουμε και ας καταλάβουμε ότι είναι κομμάτι του κόσμου μας και πως κανείς δεν είναι τέλειος. Και ας τους δείξουμε αγάπη για να μην νοιώθουν ακόμα πιο δυστυχισμένοι, εντάξτε τους ισάξια στην κοινωνία είναι άνθρωποι ίδιοι με εμάς.

Μύριαμ Κ. Ρόδος

2 σχόλια:

agathipapadopouloy είπε...

ΣΥΓΧΑΡΙΤΉΡΙΑ ΜΥΡΙΑΜ! ΜΟΥ ΆΡΕΣΕ ΠΟΛΎ ΚΑΑΙ ΠΡΟΣΘΕΤΩ ,ΟΤΙ ΟΤΑΝ ΑΓΑΠΆΣ ΑΛΗΘΙΝΑ, ΔΕΝ ΣΕ ΝΟΙΑΖΕΙ ΚΑΜΜΙΑ ΑΤΈΛΕΙΑ ,ΕΊΝΑΙ ΑΡΚΕΤΗ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΗς ΑΓΑΠΗς ΚΑΙ ΤΑ ΤΑΜΠΟΥΡΛΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ!!!

Μύριαμ είπε...

Έχεις απόλυτο δίκιο κ. Αγαθή μου και μάρεσε ο τρόπος που το διατύπωσες, ποιητικά σαν αυτά τα όμορφα που γράφεις.