Σάββατο 4 Αυγούστου 2012

Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ ΦΩΤΗ

Ο Φώτης είναι ένας οικογενειάρχης, που αγωνίζεται όλη μέρα, για να βγάλει το ψωμί των παιδιών του. Η Δέσπω είναι η πρωτοκόρη και ακολουθούν άλλες τρείς στην σειρά, η Μαρία, η Ελένη και η Σταυρούλα η μικρότερη.  Βλέπετε,  δεν αξιώθηκε να κάνει ένα παλληκαράκι, όπως ήθελε. Όμως δεν παραπονιόταν καθόλου για αυτό, τα κορίτσια του τον αγαπούσαν πολύ και τον φρόντιζαν. Η Σταυρούλα όλη μέρα έπαιζε ξέγνοιαστη με τις κούκλες της, οι μεγαλύτερες βοηθούσαν την μητέρα τους όπως μπορούσαν. Κάθε βράδυ που γύριζε ο Φώτης από την δουλειά, τα κορίτσια έτρεχαν γύρω του και τον αγκάλιαζαν. Έπειτα καθόταν όλοι μαζί στο τραπέζι για φαγητό. Ο Πατέρας έκανε την προσευχή και αμέσως ξεκινούσαν να τρώνε. Ησυχία απόλυτη όταν έτρωγαν, μετά όμως που τελείωναν το φαγητό, άρχιζαν να μιλάνε και να λένε διάφορα. Ο Φώτης ρωτούσε πως πέρασαν την ημέρα τους και αμέσως η κάθε μια έλεγε τα καθημερινά.

Ένα βράδυ γυρνώντας στο σπίτι ο Φώτης, είδε για πρώτη φορά την Σταυρούλα να μην παίζει με τις κούκλες, όπως έκανε συνήθως. Ήταν σε μια γωνιά μαζεμένη και φαινόταν λυπημένη. Σταυρούλα μου έλα λίγο εδώ, δεν θα φιλήσεις σήμερα τον μπαμπά σου, της είπε ο Φώτης. Η Σταυρούλα σηκώθηκε αργά και με μικρά βήματα, έφτασε κοντά του. Σε μάλωσε κανείς κορίτσι μου; της είπε, όχι μπαμπά, θέλεις κάτι και δεν στο έδωσαν; όχι είπε ξανά η μικρή και ένα δάκρυ κύλησε από τα ματάκια της. Μα εσύ κλαίς, δεν μπορεί, κάτι έχεις. Τα άλλα κορίτσια εντωμεταξύ βοηθούσαν την μητέρα να στρώσει το τραπέζι.  Μια παράξενη σιωπή κυριαρχούσε αυτό το βράδυ. Ο πατέρας σήκωσε στα γόνατα την Σταυρούλα και προσπάθησε να μάθει τι έχει. Πες μου κοριτσάκι μου γλυκό τι έχεις και να δεις ο πατερούλης σου, θα φροντίσει να σε κάνει να γελάσεις.

Τότε η Σταυρούλα, παίρνει  ύφος μεγάλης κοπέλας και του λέει, την μαμά να κάνεις να γελάσει, γιατί όλη μέρα κλαίει και δεν μπορώ να την βλέπω έτσι. Γιατί κλαίει; είπε ο Φώτης και γούρλωσε τα μάτια από έκπληξη. Έγινε κάτι και δεν το ξέρω; ρώτησε όλο αγωνία.  Να, ήρθε ένας κύριος και έδωσε στην μαμά ένα χαρτί και της είπε, μέσα σε δέκα μέρες να του αδειάσει το σπίτι μας και να του το δώσει. Τι έκανε λέει; είπε έντρομος ο πατέρας της μικρής. Γυναίκααααααα φώναξε με όλη την δύναμη του, η Αθηνά, έτσι έλεγαν την γυναίκα του, ήρθε κοντά του. Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα και πρησμένα φαινόταν καθαρά πως έκλαιγε. Τι έγινε; τι μου λέει η μικρή; είναι αλήθεια; Ναι Φώτη, ψιθύρισε χαμηλόφωνα εκείνη.  Ο δικαστικός κλητήρας ήρθε το πρωί, με εντολή από την τράπεζα, να μας κάνει κατάσχεση το σπίτι, γιατί δεν πληρώσαμε τις δόσεις. Τον Φώτη τον έλουσε κρύος ιδρώτας, που θα πήγαινε τώρα την φαμίλια του; θα βρεθούνε στον δρόμο και δεν θα μπορέσει να κάνει τίποτα για αυτό.

Ο καημένος, δουλεύει δυο δουλειές για να μπορέσει να ζήσει την οικογένεια του, μα του κόψανε τόσα πολλά από τον μισθό του και δεν μπορούσε να πληρώσει το στεγαστικό που είχε πάρει. Αναγκάστηκε να κάνει και δεύτερη δουλειά, μα πάλι δεν έφθαναν τα χρήματα για  να πληρώσει την τράπεζα. Ο Φώτης κάθισε σε μια γωνιά σιωπηλός, όλα τα κορίτσια του ήρθαν  κοντά του, κανείς δεν είχε όρεξη για φαγητό σήμερα. Ένιωθε απελπισμένος, τι θα έκανε τώρα; που θα πήγαιναν  να μείνουν;  Η κατάσταση ήταν απελπιστική,  μαύρες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό του, είχε θολώσει και δεν σκεφτόταν σωστά. Η σκέψη ότι δεν μπορούσε να προστατέψει την οικογένειά του τον τρέλαινε, έσκυψε το κεφάλι στα γόνατα του και το κρατούσε με τα δυο του χέρια, σαν να ήθελε να το στύψει μπας και κατεβάσει καμιά ιδέα. Αλλά του κάκου, τίποτα δεν γινόταν. Σε μια στιγμή η Αθηνά, σπάει την σιωπή με μια κραυγή ενθουσιασμού. Φώτη το βρήκα, λέει. Θυμάσαι εκείνο το χωραφάκι στο χωριό που μου έγραψε η γιαγιά μου; Ο Φώτης ξαφνιασμένος, κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Αυτό θα πουλήσουμε για να δώσουμε τις δόσεις και να σταματήσουμε την κατάσχεση.

Αφού πέρασε ο ενθουσιασμός της στιγμής ο Φώτης σηκώθηκε και είπε, μα μέχρι να βρούμε αγοραστή και μέχρι να πουληθεί θα είναι αργά, εμείς θα βρισκόμαστε στον δρόμο, είπε απογοητευμένος. Όχι, η θεια μου η Μερόπη μου το ζητάει συνέχεια, ξέρεις συνορεύει με το δικό της και θέλει να το μεγαλώσει. Αύριο θα  πάρω τηλέφωνο, έλα να κοιμηθούμε τώρα και αύριο θα δούμε τι θα γίνει,  του είπε η γυναίκα του. Τα κορίτσια που μέχρι πριν λίγο ήταν σιωπηλά, ένιωσαν ανακούφιση  με τα λόγια της μαμάς τους και σηκώθηκαν φίλησαν τον πατέρα και την μητέρα και πήγαν για ύπνο. Πρωί πρωί η Αθηνά, πήρε τηλέφωνο στο χωριό, μίλησε αρκετή ώρα μέχρι να παζαρέψει το χωράφι. Η θεία που ήταν φιλάργυρη και πονηρή, μόλις κατάλαβε την ανάγκη που είχαν συμφώνησε να το πάρει για ένα κομμάτι ψωμί. Η Αθηνά ήξερε ότι την γέλασε η θεία της μα δεν την ένοιαζε, εκείνη ήθελε να σταματήσει την κατάσχεση και να μην βρεθούν στο δρόμο.

Την άλλη μέρα κιόλας ξεκίνησε για το χωριό, παίρνοντας μαζί  και τα κορίτσια της, δεν ήθελε να χάσει ούτε λεπτό. Αφού έφτασε στο χωριό και τα μίλησαν  από κοντά, έκαναν τα χαρτιά και πούλησε το χωράφι.  Γύρισε την άλλη μέρα  στο σπίτι χαρούμενη που όλα πήγαν καλά. Ο Φώτης την περίμενε, δεν πήγε στην δουλειά γιατί ήθελε να τακτοποιήσει την υπόθεση του σπιτιού του. Άφησαν τα κορίτσια σπίτι και τράβηξαν αμέσως για την τράπεζα. Γύρισαν αργά το μεσημέρι. Η μεγάλη κόρη που ήταν δεκαεφτά χρονών και πιο υπεύθυνη από τις άλλες τις μικρότερες, περίμενε όλο αγωνία να έρθουν και μόλις τους είδε έτρεξε να ρωτήσει τι έγινε. Όλα καλά πήγαν είπε η μητέρα της χαρούμενη, το σπίτι δεν θα μας το πάρουν, πληρώσαμε τις δόσεις και από εδώ και μπρος θα φροντίσουμε να μην αφήνουμε καμιά απλήρωτη για να μην έχουμε τα ίδια τραβήγματα. Η βαριά ατμόσφαιρα των τελευταίων ημερών ελάφρωσε και έγινε σαν πούπουλο.  Η μικρή ανέμελα έπαιζε τώρα πια, ήξερε ότι όλα πήγαν καλά, το κατάλαβε από τα μάτια και το χαμόγελο της μανούλας της.

Στο μεσημεριανό φαγητό όμως, η Δέσπω έκανε μια ανακοίνωση. Μπαμπά και μαμά  βρήκα δουλειά είπε περήφανη, που θα μπορούσε τώρα και αυτή να βοηθήσει στο σπίτι. Δουλειά; μα εσύ έχεις σχολείο και   είσαι μικρή ακόμα  για δουλειά. Τα σκέφτηκα όλα τους είπε αποφασισμένη εκείνη. Εδώ στην γωνία έχει ένα μαγαζί με ρούχα και ζητάνε πωλήτριες, μπήκα μέσα και ρώτησα, από αύριο πιάνω δουλειά. Το σχολείο μου μην φοβάσαι δεν θα το σταματήσω, θα γραφτώ στο νυχτερινό και αυτό κοντά μας είναι. Ο Φώτης αποσβολωμένος με όσα έλεγε η κόρη του,  είπε στην γυναίκα του, βλέπεις Αθηνά μου πόσο μεγάλωσε η κορούλα μας; και πόσο υπεύθυνη είναι απάντησε η μητέρα της. Αφού συμφώνησαν μαζί της, έκαναν τον σταυρό τους και άρχισαν το φαγητό. Τώρα πια όλα θα πάνε καλύτερα, ένα χέρι παραπάνω, έστω και μικρό είναι μια βοήθεια που θα τους έδινε ανάσα. Η οικογένεια του Φώτη ενωμένη, νίκησε ένα μεγάλο εμπόδιο. Η Αθηνά σκέφτηκε πως χάρη  στην αγάπη και την συνεννόηση βγήκαν νικητές και πως πάντα θα έμεναν έτσι δεμένοι.  

Μύραμ Κ. Ρόδος

4 σχόλια:

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΗΓΑΛΟΣ είπε...

ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΣΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙΣ ΜΕ ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΟ ΤΡΟΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΠΕΡΙΕΛΘΕΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ.ΠΟΛΛΑ ΣΥΝΧΑΡΗΤΗΡΙΑ.ΕΝΑ ΑΚΟΜΗ ΠΟΛΥ ΚΑΛΟ ΔΙΗΓΗΜΑ

Μύριαμ είπε...

Ευχαριστώ πολύ Γιάννη!!!

agathipapadopoyloy είπε...

Μύριαμ γλυκιά μου, κάθε φορά με εντυπωσιάζεις και πιο πολύ! Θερμά συγχαειτήρια μ΄ςσα απο την ψυχή μου! Μια πραγματικότητα μας παρουσίασες με πολύ λιτό και αψεγάδιαστο τρόπο και αληθινή στις μέρες μας Πολλά μπράβο και τα δυο σου θέματα πολύ επίκαιρα!!

Μύριαμ είπε...

Ευχαριστώ πάρα πολύ κ. Αγαθή μου!!!